Abstract
Στο μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται εξετάζεται το κεντρικό θέμα του 23ου Παγκοσμίου Συνεδρίου Φιλοσοφίας μέσα από δύο διιστάμενες φιλοσοφικές και ηθικές στάσεις. Σε ένα ελληνικό χωριό, ενώ οι κάτοικοι ετοιμάζουν ένα θρησκευτικό δρώμενο σχετικό με τη Σταύρωση και την Ανάσταση, καταφθάνουν πρόσφυγες που ζητούν ψωμί και στη συνέχεια γη. Η τοπική κοινωνία διά του ιερού δράματος, αναδιατάσσεται σε δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις και σε δύο αντίπαλες ηθικές συμπεριφορές. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον Μανολιό-Χριστό, που έμελλε να αναστηθεί, τελικώς να δολοφονείται. Η σταύρωση του πρωταγωνιστή-Χριστού εξετάζεται με τη θεωρία του Jung, ως λειτουργία αρχετυπική, αναγόμενη στο συλλογικό ασυνείδητο. Ορίζεται η σχέση ‘καλού-κακού’, γενικότερα, αλλά και από τη σκοπιά μίας δυναμικής οντολογίας. Το ‘καλό’ τίθεται ως η διεύρυνση της συνείδησης, η ένωσή της με το Όλο και, συνεκδοχικά, η επέκταση της ζωής. Αντίθετα ως ‘κακό’ θεωρείται η στατικότητα και η καθήλωση σε ό,τι εξυπηρετεί την χωριστικότητα. Διατυπώνονται οι θέσεις του Kant και, ιδιαίτερα, των Nietzsche και Bergson, φιλοσόφων που επηρέασαν τον Καζαντζάκη, πληρέστερα δε οι οντολογικές και ηθικές αρχές τους. Οι πρωταγωνιστές του ‘καλού’ στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται πράττουν ως ‘η κατάφαση στη ζωή’, ως η χαρά του νιτσεϊκού ‘εδώ και τώρα’. Η δράση τους εκδιπλώνει την ‘αέναη spirale της εξέλιξης’, τη ‘ζωτική ορμή’ του Bergson και τους ανυψώνει σε ‘συνεργούς του Θεού’. Στη συνέχεια η θεωρία του Πλάτωνα στην Πολιτεία, περί δικαιοσύνης, αναβαθμίζει το ερώτημα ‘καλού-κακού’. Επισημαίνεται η διάκριση μεταξύ νομίμου-δικαίου, για να απαντηθεί ως η ‘κλειστή’ ηθική των κανόνων και των νόμων σε αντιδιαστολή με την ανοιχτή ηθική της προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης.