Abstract
Η επικούρεια θεολογία υποστηρίζει ότι, όταν ο άνθρωπος απελευθερωθεί από τις ανησυχίες και τους φόβους του προς τους θεούς θα μπορέσει να οδηγηθεί στην ηδονή και στην αταραξία που είναι το υπέρτατο αγαθό. Ο Eπίκουρος, ενώ παραδέχεται την ύπαρξη των θεών, δεν τους φοβάται. Αντίθετα τους σέβεται και τους τοποθετεί στα μετακόσμια. Κατά το φιλόσοφο οι θεοί είναι «μακάριοι, αθάνατοι και ανθρωπόμορφοι». Δεν συμμετέχουν στα συμβεβηκότα του κόσμου, οι δε εικόνες τους προέρχονται από συνεχόμενες απορροές και η συνήθης γνώση τους προέρχεται από πρωταρχικές προλήψεις. Ο «αθάνατος μάκαρ θεός» είναι ένας αντικειμενικοποιημένος επικούρειος σοφός. Η διαδικασία ακολουθεί την εξής πορεία: δεν προσπαθεί ο θεός να γίνει άνθρωπος, αλλά ο άνθρωπος να γίνει θεός. Ο Επίκουρος στην ουσία εναντιώνεται προς τους υπάρχοντες θεούς, οι οποίοι με την αυθαίρετη παρέμβασή τους υποβαθμίζουν την ανθρώπινη ζωή και την οδηγούν στην αμάθεια και στην υποτέλεια, ενώ στην πραγματικότητα ο άνθρωπος είναι το ενεργό υποκείμενο που καταλύει τον προσωπικό φόβο. Έτσι o φιλόσοφος αντιτάσσει στο υπερβατικό στοιχείο του σύμπαντος και της θρησκείας τις ανθρωπολογικές σταθερές της αυτονομίας. Εν τέλει η θεολογία του Επικούρου καθίσταται οιονεί πόλος έλξης και αναζήτησης νοήματος, ενώ αποτελεί παράλληλα «αίρεσιν βίου».